- πνευματουρία
- η, Νιατρ. έξοδος αέρα ή αερίων με τα ούρα, εκδήλωση επικοινωνίας τών ουροφόρων οδών με το έντερο, σπανιότερα δε λοιμώξεως από αναερόβια μικρόβια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumaturia (< πνεύμα, -ατος + -ουρία < ουρώ)].
Dictionary of Greek. 2013.