πνευματουρία

πνευματουρία
η, Ν
ιατρ. έξοδος αέρα ή αερίων με τα ούρα, εκδήλωση επικοινωνίας τών ουροφόρων οδών με το έντερο, σπανιότερα δε λοιμώξεως από αναερόβια μικρόβια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumaturia (< πνεύμα, -ατος + -ουρία < ουρώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”